bevoegdheid Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αρμοδιότητα
común
🇪🇸 La bevoegde autoriteit tomó la decisión
🇬🇷 Η αρμόδια αρχή πήρε την απόφαση
🇪🇸 Es una cuestión de competencia legal
🇬🇷 Είναι ζήτημα νομικής αρμοδιότητας
|
formal | |
|
δικαίωμα να αποφασίζει
formal
🇪🇸 La autoridad tiene la competencia para decidir
🇬🇷 Η αρχή έχει το δικαίωμα να αποφασίζει
🇪🇸 Se requiere competencia para ejercer esa función
🇬🇷 Απαιτείται αρμοδιότητα για την άσκηση αυτής της λειτουργίας
|
legal | |
|
εξουσιοδότηση
formal
🇪🇸 La competencia técnica es esencial
🇬🇷 Η τεχνική εξουσιοδότηση είναι ουσιώδης
🇪🇸 Este documento acredita la competencia
🇬🇷 Αυτό το έγγραφο πιστοποιεί την εξουσιοδότηση
|
técnico | |
|
επαγγελματική αρμοδιότητα
común
🇪🇸 ¿Quién tiene la competencia para resolver esto?
🇬🇷 Ποιος έχει την επαγγελματική αρμοδιότητα να λύσει αυτό;
|
uso cotidiano |