auton Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αυτονομία
común
🇪🇸 La autonomía de la región es importante
🇬🇷 Η αυτονομία της περιοχής είναι σημαντική
🇪🇸 El país busca mayor autonomía
🇬🇷 Η χώρα επιδιώκει μεγαλύτερη αυτονομία
|
formal | |
|
αυτονομισμός
raro
🇪🇸 El movimiento autonomista ganó apoyo
🇬🇷 Το αυτονομιστικό κίνημα κέρδισε υποστήριξη
🇪🇸 Se debate sobre el autonomismo en la región
🇬🇷 Γίνεται συζήτηση για τον αυτονομισμό στην περιοχή
|
contextPolitical | |
|
αυτοφυής
raro
🇪🇸 Un organismo autónomo
🇬🇷 Ένας αυτόνομος οργανισμός
🇪🇸 Sistema autónomo de control
🇬🇷 Αυτόνομο σύστημα ελέγχου
|
técnico |