Autorität Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 La autoridad del profesor es respetada
🇬🇷 Η αυθεντία του καθηγητή είναι σεβαστή
🇪🇸 En la organización, la autoridad se ejerce con responsabilidad
🇬🇷 Στον οργανισμό, η αυθεντία ασκείται με υπευθυνότητα
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Tiene autoridad en su trabajo
🇬🇷 Έχει εξουσία στη δουλειά του
🇪🇸 La autoridad del jefe es clara
🇬🇷 Η εξουσία του διευθυντή είναι ξεκάθαρη
|
uso cotidiano | |
|
raro
🇪🇸 El autoritarismo refleja la autoridad absoluta
🇬🇷 Ο αυταρχισμός αντικατοπτρίζει την απόλυτη κυριαρχία
🇪🇸 El poder y la autoridad en la historia
🇬🇷 Η δύναμη και η κυριαρχία στην ιστορία
|
literario | |
|
formal
🇪🇸 La autoridad legal del juez
🇬🇷 Η νομική εξουσιοδότηση του δικαστή
🇪🇸 La autoridad del contrato
🇬🇷 Η εξουσιοδότηση του συμβολαίου
|
legal |