چربی Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
λίπος
común
🇪🇸 El pollo tiene mucha grasa
🇬🇷 Το κοτόπουλο έχει πολύ λίπος
🇪🇸 Debo reducir la grasa en mi dieta
🇬🇷 Πρέπει να μειώσω τα λιπαρά στη διατροφή μου
|
uso cotidiano | |
|
λιπαρό
formal
🇪🇸 Los alimentos con alto contenido de grasa
🇬🇷 Τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά
🇪🇸 Se recomienda limitar el consumo de grasas saturadas
🇬🇷 Συνιστάται να περιοριστεί η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών
|
técnico | |
|
σfat
común
🇪🇸 El exceso de grasa puede causar problemas de salud
🇬🇷 Η υπερβολική ποσότητα λίπους μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας
🇪🇸 El médico le aconsejó reducir la grasa en su dieta
🇬🇷 Ο γιατρός του συνέστησε να μειώσει τα λιπαρά στη διατροφή του
|
médico |