پِيڙهڪا Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
παιδική καρέκλα
común
🇪🇸 El niño se sentó en la پِيڙهڪا
🇬🇷 Το παιδί κάθισε στην παιδική καρέκλα
|
uso cotidiano | |
|
παιδικό κάθισμα
común
🇪🇸 Necesito una پِيڙهڪا para el coche
🇬🇷 Χρειάζομαι ένα παιδικό κάθισμα για το αυτοκίνητο
|
formal | |
|
κούνια
común
🇪🇸 El bebé está en la پِيڙهڪا
🇬🇷 Το μωρό είναι στην κούνια
|
coloquial | |
|
παιδική κούνια
común
🇪🇸 La پِيڙهڪا está en la habitación del bebé
🇬🇷 Η παιδική κούνια είναι στο δωμάτιο του μωρού
|
lengua escrita |