דאַמקע Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El niño hacía דאַמקע en el patio
🇬🇷 Το παιδί έκανε δούλεμα στην αυλή
🇪🇸 No te hagas דאַמקע, sé honesto
🇬🇷 Μην κάνεις δούλεμα, να είσαι ειλικρινής
|
informal | |
|
común
🇪🇸 Busco דאַמקע para el proyecto
🇬🇷 Ψάχνω για δουλειά για το έργο
🇪🇸 El דאַמקע es necesario para completar la tarea
🇬🇷 Η εργασία είναι απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η εργασία
|
formal | |
|
raro
🇪🇸 Su דאַמקע fue descubierto
🇬🇷 Το δούλεμα του αποκαλύφθηκε
🇪🇸 El autor describe el דאַמקע en su novela
🇬🇷 Ο συγγραφέας περιγράφει το δούλεμα στο μυθιστόρημά του
|
literario |