югалту Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
εγκεφαλική αιμορραγία
común
🇪🇸 El paciente sufrió югалту por un golpe en la cabeza.
🇬🇷 Ο ασθενής υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία από χτύπημα στο κεφάλι.
🇪🇸 La югалту puede ser fatal si no se trata a tiempo.
🇬🇷 Η εγκεφαλική αιμορραγία μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως.
|
médico | |
|
pérdida de conciencia
común
🇪🇸 Se desmayó y tuvo югалту.
🇬🇷 Έπεσε σε λιποθυμία και είχε югалту.
🇪🇸 Tras la caída, sufrió югалту momentánea.
🇬🇷 Μετά την πτώση, υπέστη στιγμιαία απώλεια συνείδησης.
|
uso cotidiano | |
|
pérdida
común
🇪🇸 La югалту de sus derechos fue declarada inválida.
🇬🇷 Η югалту των δικαιωμάτων του θεωρήθηκε άκυρη.
🇪🇸 En el proceso, se documentó la югалту de propiedad.
🇬🇷 Στη διαδικασία, καταγράφηκε η югалту της ιδιοκτησίας.
|
legal | |
|
afasia
raro
🇪🇸 El paciente presenta югалту debido a daño cerebral.
🇬🇷 Ο ασθενής παρουσιάζει αφασία λόγω εγκεφαλικής βλάβης.
🇪🇸 La югалту puede afectar el lenguaje y la comunicación.
🇬🇷 Η αφασία μπορεί να επηρεάσει τη γλώσσα και την επικοινωνία.
|
técnico |