электры́чнасьць Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ηλεκτρικότητα
común
🇪🇸 La electricidad es fundamental para la tecnología moderna.
🇬🇷 Η ηλεκτρικότητα είναι θεμελιώδης για τη σύγχρονη τεχνολογία.
🇪🇸 El estudio de la electricidad ha avanzado mucho.
🇬🇷 Η μελέτη της ηλεκτρικότητας έχει προχωρήσει πολύ.
|
científico | |
|
ηλεκτρισμός
común
🇪🇸 El fenómeno del electricidad puede ser peligroso si no se maneja con cuidado.
🇬🇷 Το φαινόμενο του ηλεκτρισμού μπορεί να είναι επικίνδυνο αν δεν το χειριστείς προσεκτικά.
🇪🇸 El ingeniero explicó los principios del electricidad.
🇬🇷 Ο μηχανικός εξήγησε τις αρχές του ηλεκτρισμού.
|
formal | |
|
ηλεκτρική ενέργεια
formal
🇪🇸 La generación de electricidad es esencial para las redes modernas.
🇬🇷 Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι ουσιαστική για τα σύγχρονα δίκτυα.
🇪🇸 Se necesita un sistema eficiente para la transmisión de electricidad.
🇬🇷 Απαιτείται ένα αποδοτικό σύστημα για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας.
|
técnico |