ча́сто Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
συχνά
común
🇪🇸 A menudo vas al cine
🇬🇷 Συχνά πηγαίνεις στον κινηματογράφο
🇪🇸 Él visita frecuentemente a sus abuelos
🇬🇷 Αυτός επισκέπτεται συχνά τους παππούδες του
|
uso cotidiano | |
|
πολλές φορές
común
🇪🇸 ¿Ves esa película a menudo?
🇬🇷 Βλέπεις εκείνη την ταινία πολλές φορές;
🇪🇸 He has frequent visits
🇬🇷 Έχει πολλές συχνές επισκέψεις
|
informal | |
|
συχνότητα
formal
🇪🇸 La frecuencia del evento
🇬🇷 Η συχνότητα του γεγονότος
🇪🇸 Frequency analysis
🇬🇷 Ανάλυση συχνότητας
|
formal |