цвъртене Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
γυρίζω
común
🇪🇸 El motor está en constante цвъртене.
🇬🇷 Ο κινητήρας κάνει συνεχώς γύρισμα.
🇪🇸 El ventilador цвърти mucho.
🇬🇷 Ο ανεμιστήρας κάνει πολύ θόρυβο.
|
uso cotidiano | |
|
περιστροφή
común
🇪🇸 La цвъртене del motor es esencial para su funcionamiento.
🇬🇷 Η περιστροφή του κινητήρα είναι ουσιαστική για τη λειτουργία του.
🇪🇸 El dispositivo mide la цвъртене del eje.
🇬🇷 Η συσκευή μετρά την περιστροφή του άξονα.
|
técnico | |
|
στρόφαλος
raro
🇪🇸 El цвъртене del cigüeñal es crucial en los motores.
🇬🇷 Η στρόφαλος του εμβόλου είναι κρίσιμη στους κινητήρες.
🇪🇸 El ingeniero analizó el цвъртене del sistema.
🇬🇷 Ο μηχανικός ανέλυσε τη στρόφαλο του συστήματος.
|
científico | |
|
στροφορμή
raro
🇪🇸 La цвъртене de la partícula fue medida en el experimento.
🇬🇷 Η στροφορμή του σωματιδίου μετρήθηκε στο πείραμα.
🇪🇸 El concepto de цвъртене es importante en física.
🇬🇷 Η έννοια της στροφορμής είναι σημαντική στη φυσική.
|
formal |