царевица Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
καλαμπόκι
común
🇪🇸 La царевица es muy popular en verano.
🇬🇷 Το καλαμπόκι είναι πολύ δημοφιλές το καλοκαίρι.
🇪🇸 Compré царевица en el mercado.
🇬🇷 Αγόρασα καλαμπόκι στην αγορά.
|
uso cotidiano | |
|
αραβόσιτος
formal
🇪🇸 El cultivo de царевица es importante para la economía.
🇬🇷 Η καλλιέργεια του αραβόσιτου είναι σημαντική για την οικονομία.
🇪🇸 El investigador estudió las propiedades del царевица.
🇬🇷 Ο ερευνητής μελέτησε τις ιδιότητες του αραβόσιτου.
|
formal | |
|
καλαμπόκι
raro
🇪🇸 En la novela, el campo de царевица simbolizaba esperanza.
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα, το χωράφι με το καλαμπόκι συμβόλιζε την ελπίδα.
🇪🇸 La historia describe vastos campos de царевица.
🇬🇷 Η ιστορία περιγράφει απέραντα χωράφια με καλαμπόκι.
|
literario |