уха́живать Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
διακοσμώ
común
🇪🇸 Ella suele διακοσμεί το σπίτι της με όμορφα αντικείμενα.
🇬🇷 Αυτή συχνά διακοσμεί το σπίτι της με όμορφα αντικείμενα.
🇪🇸 El artista διακοσμεί τα έργα του με λεπτομέρειες.
🇬🇷 Ο καλλιτέχνης διακοσμεί τα έργα του με λεπτομέρειες.
|
formal | |
|
επιμελούμαι
común
🇪🇸 Είναι σημαντικό να επιμελούμαστε τα έργα μας.
🇬🇷 Είναι σημαντικό να επιμελούμαστε τα έργα μας.
🇪🇸 She always επιμελείται τα έργα της με προσοχή.
🇬🇷 Αυτή πάντα επιμελείται τα έργα της με προσοχή.
|
formal | |
|
προστατεύω
común
🇪🇸 Πρέπει να προστατεύω τα προσωπικά μου δεδομένα.
🇬🇷 Πρέπει να προστατεύω τα προσωπικά μου δεδομένα.
🇪🇸 I always προστατεύω τα παιδιά μου.
🇬🇷 Εγώ πάντα προστατεύω τα παιδιά μου.
|
uso cotidiano | |
|
αποφεύγω
común
🇪🇸 Προσπαθώ να αποφεύγω τα προβλήματα.
🇬🇷 Προσπαθώ να αποφεύγω τα προβλήματα.
🇪🇸 He always αποφεύγει τις συζητήσεις.
🇬🇷 Αυτός πάντα αποφεύγει τις συζητήσεις.
|
coloquial |