тру́дность Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κόπωση
común
🇪🇸 La dificultad en el trabajo puede causar тру́дность.
🇬🇷 Η δυσκολία στη δουλειά μπορεί να προκαλέσει κόπωση.
🇪🇸 Después de mucho esfuerzo, sentí тру́дность.
🇬🇷 Μετά από πολλή προσπάθεια, ένιωσα κόπωση.
|
uso cotidiano | |
|
δυσκολία
común
🇪🇸 La тру́дность en aprender un idioma requiere paciencia.
🇬🇷 Η δυσκολία στην εκμάθηση μιας γλώσσας απαιτεί υπομονή.
🇪🇸 Enfrentó muchas тру́дности durante su investigación.
🇬🇷 Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της έρευνάς του.
|
formal | |
|
δυσκολία, δυσκολεύομαι
informal
🇪🇸 Tengo тру́дность para entender esto
🇬🇷 Έχω δυσκολία να καταλάβω αυτό.
🇪🇸 Estoy en тру́дность con el proyecto
🇬🇷 Βρίσκομαι σε δυσκολία με το έργο.
|
coloquial | |
|
κόπωση, κούραση
raro
🇪🇸 La novela describe la тру́дность del alma humana
🇬🇷 Το μυθιστόρημα περιγράφει την κόπωση της ανθρώπινης ψυχής.
🇪🇸 Sus escritos reflejan la тру́дность de su experiencia
🇬🇷 Τα γραπτά του αντανακλούν την κούραση της εμπειρίας του.
|
literario |