суэйй Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
συνομιλία
común
🇪🇸 Estoy teniendo una суэйй con mi amigo
🇬🇷 Έχω μια συνομιλία με το φίλο μου
🇪🇸 La суэйй fue muy interesante
🇬🇷 Η συνομιλία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα
|
uso cotidiano | |
|
διάλογος
común
🇪🇸 El суэйй entre los expertos fue productivo
🇬🇷 Ο διάλογος μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ήταν παραγωγικός
🇪🇸 La суэйй facilitó la comprensión mutua
🇬🇷 Ο διάλογος διευκόλυνε την αμοιβαία κατανόηση
|
formal | |
|
διαμάχη
informal
🇪🇸 Hubo una суэйй acalorada
🇬🇷 Υπήρξε μια έντονη διαμάχη
🇪🇸 No nos peleamos, solo tuvimos una суэйй
🇬🇷 Δεν τσακωθήκαμε, απλά είχαμε μια διαμάχη
|
jerga | |
|
συζήτηση
común
🇪🇸 La суэйй en el seminario fue exhaustiva
🇬🇷 Η συζήτηση στο σεμινάριο ήταν εξαντλητική
🇪🇸 Durante la суэйй, se abordaron diferentes teorías
🇬🇷 Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, συζητήθηκαν διάφορες θεωρίες
|
académico |