существо́ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El organismo es un tipo de существо́.
🇬🇷 Ο οργανισμός είναι ένα είδος οντότητας.
🇪🇸 Estudia las diferentes formas de существо́ en la biología.
🇬🇷 Μελετά τις διάφορες μορφές οντότητας στη βιολογία.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El cuento describe un существо́ mágico.
🇬🇷 Το διήγημα περιγράφει ένα μαγικό πλάσμα.
🇪🇸 En la mitología, los существо́s son seres misteriosos.
🇬🇷 Στη μυθολογία, τα πλάσματα είναι μυστηριώδη όντα.
|
literario | |
|
raro
🇪🇸 La idea de существо́ en la filosofía es compleja.
🇬🇷 Η ιδέα της ύπαρξης στη φιλοσοφία είναι πολύπλοκη.
🇪🇸 Debate sobre el concepto de существо́ en la existencia.
🇬🇷 Συζητούνται οι έννοιες ύπαρξης και οντότητας στη φιλοσοφία.
|
contextPhilosophical | |
|
raro
🇪🇸 Dios es el существо́ supremo.
🇬🇷 Ο Θεός είναι το υπέρτατο ον.
🇪🇸 Se refiere a un существо́ divino en las religiones.
🇬🇷 Αναφέρεται σε ένα θείο ον στις θρησκείες.
|
contextReligious |