сте́ржень Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κατάθλιψη
común
🇪🇸 El estrés puede causar problemas de salud
🇬🇷 Το στρες μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας
🇪🇸 El estrés en el trabajo es muy común
🇬🇷 Το στρες στη δουλειά είναι πολύ συχνό
|
formal | |
|
ένταση
común
🇪🇸 El estrés puede afectar tu bienestar
🇬🇷 Το στρες μπορεί να επηρεάσει την ευεξία σου
🇪🇸 Sentí mucho estrés antes del examen
🇬🇷 Ένιωσα πολύ στρες πριν από τις εξετάσεις
|
uso cotidiano | |
|
αυτοπεποίθηση
raro
🇪🇸 Su estrés interno reflejaba su lucha personal
🇬🇷 Η εσωτερική του στρες αντανακλούσε τον προσωπικό του αγώνα
🇪🇸 La novela describe el estrés psicológico del protagonista
🇬🇷 Το μυθιστόρημα περιγράφει το ψυχολογικό στρες του πρωταγωνιστή
|
literario | |
|
αίσθηση πίεσης
informal
🇪🇸 Estoy bajo mucho estrés por el trabajo
🇬🇷 Βιώνω πολλή πίεση στη δουλειά
🇪🇸 El estrés me está matando
🇬🇷 Η πίεση με σκοτώνει
|
coloquial |