сапу̀н Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
σάπιου ή μούχλα
común
🇪🇸 El pan está сапу̀н
🇬🇷 Το ψωμί είναι μούχλα
🇪🇸 Hay сапу̀н en la fruta
🇬🇷 Υπάρχει μούχλα στα φρούτα
|
uso cotidiano | |
|
μολυσμένο, σαπρό
formal
🇪🇸 El agua сапу̀н no es apta para beber
🇬🇷 Το νερό είναι μολυσμένο και δεν είναι πόσιμο
🇪🇸 El material сапу̀н debe ser descartado
🇬🇷 Το υλικό που είναι σαπρό πρέπει να απορριφθεί
|
formal | |
|
гнилой, σάπιος
raro
🇪🇸 La carne сапу̀н se convirtió en podrida
🇬🇷 Το κρέας έγινε σάπιο
🇪🇸 Su alma estaba сапу̀н de odio
🇬🇷 Η ψυχή του ήταν γεμάτη μίσος και σαπίλα
|
literario |