припа́док Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
πτώση
común
🇪🇸 Su caída fue inesperada.
🇬🇷 Η πτώση του ήταν απρόβλεπτη.
🇪🇸 El accidente resultó en una caída.
🇬🇷 Το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα μια πτώση.
|
formal | |
|
προσγείωση
común
🇪🇸 La caída del avión fue controlada.
🇬🇷 Η προσγείωση του αεροπλάνου ήταν ελεγχόμενη.
🇪🇸 El piloto realizó una caída suave.
🇬🇷 Ο πιλότος πραγματοποίησε μια ήπια προσγείωση.
|
técnico | |
|
πτώση
común
🇪🇸 La caída del héroe fue trágica.
🇬🇷 Η πτώση του ήρωα ήταν τραγική.
🇪🇸 En la novela, la caída del protagonista simboliza su derrota.
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα, η πτώση του πρωταγωνιστή συμβολίζει την ήττα του.
|
literario | |
|
κατάρρευση
raro
🇪🇸 El edificio sufrió un colapso.
🇬🇷 Το κτίριο υπέστη κατάρρευση.
🇪🇸 La caída de la empresa llevó a su cierre.
🇬🇷 Η κατάρρευση της εταιρείας οδήγησε στο κλείσιμό της.
|
legal |