полено Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ξύλινο κούτσουρο
común
🇪🇸 El leñero cortó un полено para la chimenea
🇬🇷 Ο ξυλοκόπος έκοψε ένα ξύλινο κούτσουρο για το τζάκι
🇪🇸 Jogamos un полено en la fogata
🇬🇷 Ρίξαμε ένα ξύλινο κούτσουρο στη φωτιά
|
uso cotidiano | |
|
ξύλινη χειρολαβή ή κομμάτι ξύλου
formal
🇪🇸 El carpintero usó un полено para hacer la manija
🇬🇷 Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε ένα ξύλινο κομμάτι για να φτιάξει τη χειρολαβή
🇪🇸 Necesitamos un полено para construir la estructura
🇬🇷 Χρειαζόμαστε ένα ξύλινο κομμάτι για να κατασκευάσουμε τη δομή
|
formal | |
|
κομμάτι ξύλου (σε τεχνικό ή industrial πλαίσιο)
raro
🇪🇸 El técnico cortó un полено para la reparación
🇬🇷 Ο τεχνίτης έκοψε ένα κομμάτι ξύλου για την επισκευή
🇪🇸 Se necesita un полено de madera para la maquinaria
🇬🇷 Χρειάζεται ένα κομμάτι ξύλου για τον εξοπλισμό
|
técnico | |
|
αχυροδερμός (σε ποιητικό ή λογοτεχνικό πλαίσιο)
raro
🇪🇸 El poeta comparó su alma con un полено
🇬🇷 Ο ποιητής συνέκρινε την ψυχή του με ένα ξύλινο κούτσουρο
🇪🇸 El bosque quedó reducido a полено tras el incendio
🇬🇷 Το δάσος έμεινε μόνο με ξύλινα κομμάτια μετά την πυρκαγιά
|
literario |