пия́н Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Está muy пия́ν después de la fiesta
🇬🇷 Είναι πολύ μεθυσμένος μετά το πάρτι
🇪🇸 No debe conducir cuando está пия́н
🇬🇷 Δεν πρέπει να οδηγήσει όταν είναι μεθυσμένος
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 ¡Qué пия́н estás!
🇬🇷 Πόσο μεθυσμένος είσαι!
🇪🇸 Se siente пия́н y feliz
🇬🇷 Νιώθει μεθυσμένος και ευτυχισμένος
|
informal | |
|
raro
🇪🇸 Es un пия́н crónico
🇬🇷 Είναι ένας χρόνιος αλκοολικός
🇪🇸 El tratamiento para пия́ν es complicado
🇬🇷 Η θεραπεία για τον αλκοολισμό είναι δύσκολη
|
médico |