пикая Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
πικραμένη
común
🇪🇸 La fruta está пикая
🇬🇷 Το φρούτο είναι πικρά
🇪🇸 Su actitud fue пикая y sarcástica
🇬🇷 Η στάση του ήταν πικρή και σαρκαστική
|
literario | |
|
αίσθηση πικρίας
común
🇪🇸 Siento пикая en mi corazón
🇬🇷 Νιώθω πικρία στην καρδιά μου
🇪🇸 La пикая por la traición no desaparece fácilmente
🇬🇷 Η πικρία για την προδοσία δεν φεύγει εύκολα
|
uso cotidiano | |
|
πικία
formal
🇪🇸 La пикая fue evidente en su rostro
🇬🇷 Η πικία ήταν εμφανής στο πρόσωπό του
🇪🇸 Su expresión reflejaba пикая y tristeza
🇬🇷 Η έκφρασή του ήταν πικρή και λυπητερή
|
formal |