пекар Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El пекар hizo pan fresco cada mañana
🇬🇷 Ο αρτοποιός έφτιαχνε φρέσκο ψωμί κάθε πρωί
🇪🇸 El пекар trabaja en la panadería
🇬🇷 Ο αρτοποιός δουλεύει στο αρτοποιείο
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El пекар vendió pan en la calle
🇬🇷 Ο φούρναρης πούλησε ψωμί στον δρόμο
🇪🇸 El пекар prepara el pan por la mañana
🇬🇷 Ο φούρναρης ετοιμάζει το ψωμί το πρωί
|
uso cotidiano | |
|
raro
🇪🇸 El пекар también hace pasteles
🇬🇷 Ο ζαχαροπλάστης επίσης φτιάχνει γλυκά
🇪🇸 El пекар especializado en panes
🇬🇷 Ο ζαχαροπλάστης ειδικεύεται σε γλυκά και αρτοσκευάσματα
|
técnico |