ошиба́ться Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
λανθασμένα να πιστεύει κανείς|να κάνει λάθος
común
🇪🇸 Me equivoqué en la respuesta
🇬🇷 Έκανα λάθος στην απάντηση
🇪🇸 Siempre te equivocas en esas decisiones
🇬🇷 Πάντα κάνεις λάθος σε αυτές τις αποφάσεις
uso cotidiano
να σφάλλει|να κάνει λάθος
común
🇪🇸 Es normal equivocarse en ocasiones
🇬🇷 Είναι φυσιολογικό να κάνεις λάθος μερικές φορές
🇪🇸 No debes preocuparte por equivocarte
🇬🇷 Δεν πρέπει να ανησυχείς αν κάνεις λάθος
formal
να παραπατάει|να κάνει λάθη (σε τεχνικό ή επιστημονικό πλαίσιο)
raro
🇪🇸 El sistema no debe equivocarse
🇬🇷 Το σύστημα δεν πρέπει να σφάλλει
🇪🇸 La hipótesis se equivocó en su análisis
🇬🇷 Η υπόθεση έκανε λάθος στην ανάλυσή της
técnico
να πλανηθεί|να παρασυρθεί σε λάθος
raro
🇪🇸 El héroe no debe equivocarse en su camino
🇬🇷 Ο ήρωας δεν πρέπει να πλανηθεί στον δρόμο του
🇪🇸 En la historia, los personajes a menudo se equivocan
🇬🇷 Στην ιστορία, οι χαρακτήρες συχνά πλανώνται
literario