отнемам Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
αφαιρώ
común
🇪🇸 Le quitan la autoridad
🇬🇷 Τους αφαιρούν την εξουσία
🇪🇸 El juez le removió la culpa
🇬🇷 Ο δικαστής του αφαίρεσε την ενοχή
formal
αποστερώ
raro
🇪🇸 El rey le despojó de sus tierras
🇬🇷 Ο βασιλιάς του αποστέρησε τα εδάφη του
🇪🇸 Se le fue arrebatado todo
🇬🇷 Του αφαιρέθηκε τα πάντα
literario
αφαιρώ
común
🇪🇸 El administrador le retiró los permisos
🇬🇷 Ο διαχειριστής του αφαίρεσε τα δικαιώματα
🇪🇸 Se le remueve la autorización
🇬🇷 Αφαιρείται η άδεια
técnico
αρπάζω
informal
🇪🇸 Le quitaron el bolso
🇬🇷 Του άρπαξαν την τσάντα
🇪🇸 Le arrebataron el teléfono
🇬🇷 Του το άρπαξαν το τηλέφωνο
coloquial