оста́вшийся Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
εγκαταλελειμμένος
común
🇪🇸 El edificio quedó остá́вшийся tras la demolición
🇬🇷 Το κτίριο έμεινε εγκαταλελειμμένο μετά την κατεδάφιση.
🇪🇸 La casa остá́вшийся sin habitantes
🇬🇷 Το σπίτι έμεινε χωρίς κατοίκους.
|
formal | |
|
εναπομένοντας
raro
🇪🇸 La figura остá́вшийся en la pintura
🇬🇷 Η φιγούρα που εναπομένει στον πίνακα.
🇪🇸 El resto остá́вшийся del manuscrito
🇬🇷 Το υπόλοιπο που εναπομένει από το χειρόγραφο.
|
literario | |
|
υπολειμματικός
formal
🇪🇸 El residuo остá́вшийся en el proceso
🇬🇷 Τα υπολείμματα που παραμένουν στη διαδικασία.
🇪🇸 Las partículas остá́вшиеся en la muestra
🇬🇷 Τα υπολείμματα που έχουν απομείνει στο δείγμα.
|
técnico | |
|
απομεινάρι
común
🇪🇸 Quedó un остá́βειρο después de comer
🇬🇷 Έμεινε ένα απομεινάρι μετά το φαγητό.
🇪🇸 Solo hay остá́βειρα de lo que quedó
🇬🇷 Υπάρχουν μόνο απομεινάρια από ό,τι έμεινε.
|
uso cotidiano |