орон Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El monte es un όρος en la distancia
🇬🇷 Το βουνό είναι ένας όρος στο βάθος
🇪🇸 El término 'όρος' se usa en geografía
🇬🇷 Ο όρος 'όρος' χρησιμοποιείται στη γεωγραφία
|
lengua estándar | |
|
formal
🇪🇸 Para aceptar la propuesta, hay ciertos όρους
🇬🇷 Για να αποδεχτείς την πρόταση, υπάρχουν ορισμένοι όροι
🇪🇸 El contrato tiene varios όρους
🇬🇷 Το συμβόλαιο έχει διάφορους όρους
|
formal | |
|
común
🇪🇸 En la literatura antigua, el όρος representa conceptos abstractos
🇬🇷 Στην αρχαία λογοτεχνία, ο όρος αντιπροσωπεύει αφηρημένες έννοιες
🇪🇸 El poeta usaba όρους complejos
🇬🇷 Ο ποιητής χρησιμοποίησε πολύπλοκους όρους
|
literario | |
|
técnico
🇪🇸 En medicina, όρος se refiere a una condición
🇬🇷 Στην ιατρική, ο όρος αναφέρεται σε μια κατάσταση
🇪🇸 El término técnico όρος es importante en la ingeniería
🇬🇷 Ο τεχνικός όρος είναι σημαντικός στη μηχανική
|
técnico |