неспосо́бность Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αδυναμία
común
🇪🇸 Su incapacidad para completar la tarea
🇬🇷 Η αδυναμία του να ολοκληρώσει την εργασία
🇪🇸 La incapacidad física
🇬🇷 Φυσική αδυναμία
|
formal | |
|
ανικανότητα
común
🇪🇸 La incapacidad legal para actuar
🇬🇷 Νομική ανικανότητα να ενεργήσει
🇪🇸 Su incapacidad mental
🇬🇷 Η νοητική ανικανότητα του
|
legal | |
|
ανικανότητα
común
🇪🇸 La incapacidad física debido a una enfermedad
🇬🇷 Φυσική ανικανότητα λόγω ασθένειας
🇪🇸 La incapacidad mental
🇬🇷 Νοητική ανικανότητα
|
médico | |
|
αδυναμία
común
🇪🇸 Tengo una incapacidad para correr
🇬🇷 Έχω αδυναμία στο τρέξιμο
🇪🇸 Su incapacidad para entender
🇬🇷 Η αδυναμία του να καταλάβει
|
uso cotidiano |