неограничен Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απεριορίστος
común
🇪🇸 Su alcance es неограничен
🇬🇷 Η εμβέλειά του είναι απεριόριστη
🇪🇸 El poder неограничен
🇬🇷 Η εξουσία είναι απεριόριστη
|
formal | |
|
αχαρακτήριστος
raro
🇪🇸 Su imaginación неограничен
🇬🇷 Η φαντασία του είναι αχαρακτήριστη
🇪🇸 El universo неограничен
🇬🇷 Το σύμπαν είναι αχαρακτήριστο
|
literario | |
|
απεριόριστος
común
🇪🇸 Capacidad неограничен
🇬🇷 Η χωρητικότητα είναι απεριόριστη
🇪🇸 Recursos неограничен
🇬🇷 Οι πόροι είναι απεριόριστοι
|
técnico | |
|
απέραντος
raro
🇪🇸 Ως неограничен
🇬🇷 Ως απέραντος
🇪🇸 Το σύμπαν неограничен
🇬🇷 Το σύμπαν είναι απέραντο
|
contextPoetic |