необходи́мый Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απαραίτητος
común
🇪🇸 Este equipo es imprescindible para el trabajo
🇬🇷 Αυτή η ομάδα είναι απαραίτητη για τη δουλειά
🇪🇸 Es un requisito imprescindible
🇬🇷 Είναι ένα απαραίτητο προαπαιτούμενο
|
formal | |
|
αναγκαίος
común
🇪🇸 Es necesario estudiar para aprobar
🇬🇷 Είναι αναγκαίο να διαβάσεις για να περάσεις
🇪🇸 La comida es imprescindible para sobrevivir
🇬🇷 Το φαγητό είναι αναγκαίο για την επιβίωση
|
uso cotidiano | |
|
απαραίτητος
formal
🇪🇸 Este componente es imprescindible para el funcionamiento
🇬🇷 Αυτό το εξάρτημα είναι απαραίτητο για τη λειτουργία
🇪🇸 Es un elemento imprescindible en la estructura
🇬🇷 Είναι ένα απαραίτητο στοιχείο στη δομή
|
técnico | |
|
απαραίτητος
raro
🇪🇸 Una pieza imprescindible en la novela
🇬🇷 Ένα αναγκαίο κομμάτι στο μυθιστόρημα
🇪🇸 Su presencia es imprescindible en la historia
🇬🇷 Η παρουσία του είναι απαραίτητη στην ιστορία
|
literario |