негодова́ние Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αποδοκιμασία
común
🇪🇸 Su rechazo fue una негодова́ние para él
🇬🇷 Η αποδοκιμασία του ήταν μεγάλη γι' αυτόν
🇪🇸 La негодова́ние de los críticos fue evidente
🇬🇷 Η αποδοκιμασία των κριτικών ήταν εμφανής
|
formal | |
|
απέρριψη
común
🇪🇸 Su негодова́ние le llevó a abandonar el proyecto
🇬🇷 Η απέρριψη του τον οδήγησε να εγκαταλείψει το έργο
🇪🇸 El público expresó негодова́ние con silbidos
🇬🇷 Το κοινό εξέφρασε την негодова́ние του με σφυρίγματα
|
lengua estándar | |
|
αποδοκιμασία
formal
🇪🇸 La негодова́ние de la sociedad hacia la corrupción
🇬🇷 Η αποδοκιμασία της κοινωνίας προς τη διαφθορά
🇪🇸 Su негодова́ние fue evidente en su rostro
🇬🇷 Η αποδοκιμασία ήταν εμφανής στο πρόσωπό του
|
literario | |
|
αποστροφή
común
🇪🇸 Sentí негодова́ние por la actitud de mi amigo
🇬🇷 Ένιωσα αποστροφή για τη συμπεριφορά του φίλου μου
🇪🇸 Su негодова́ние creció con cada mentira
🇬🇷 Η αποστροφή του αυξανόταν με κάθε ψέμα
|
uso cotidiano |