мъ́жество Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Él mostró su mъ́жество en la batalla
🇬🇷 Απέδειξε το θάρρος του στη μάχη
🇪🇸 Su мъ́жество fue admirable
🇬🇷 Το θάρρος του ήταν θαυμάσιο
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 Su мъ́жество se reflejaba en su actitud
🇬🇷 Το ανδρείο του αντανακλούσε στην συμπεριφορά του
🇪🇸 La мъ́жество de los antiguos héroes
🇬🇷 Η ανδρεία των αρχαίων ηρώων
|
formal | |
|
raro
🇪🇸 Su мъ́жество inspiró a muchos
🇬🇷 Η ατρόμηση του ενέπνευσε πολλούς
🇪🇸 La мъ́жество en la historia antigua
🇬🇷 Η ατρόμηση στην αρχαία ιστορία
|
literario |