мръсен Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El suelo está мръсен
🇬🇷 Το πάτωμα είναι βρώμικο
🇪🇸 No quiero comer algo мръсен
🇬🇷 Δεν θέλω να φάω κάτι βρώμικο
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 Tiene мръсен trabajo
🇬🇷 Έχει βρώμικη δουλειά
🇪🇸 Ese lugar está мръсен
🇬🇷 Αυτός ο χώρος είναι βρώμικος
|
coloquial | |
|
raro
🇪🇸 Un olor мръсен llenó la habitación
🇬🇷 Μια μπόχα мръсен γέμισε το δωμάτιο
🇪🇸 Su carácter мръсен fue evidente
🇬🇷 Το χαρακτήρα του ήταν φανερά βρώμικος
|
literario | |
|
formal
🇪🇸 Sus acciones мръсен υπονομεύουν την ομάδα
🇬🇷 Οι ενέργειές του είναι ακάθαρτες και υπονομεύουν την ομάδα
🇪🇸 El entorno мръсен ήταν ανθυγιεινό
🇬🇷 Το περιβάλλον ήταν ακάθαρτο και ανθυγιεινό
|
formal |