мо́ќен Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
común
🇪🇸 Él es muy мощен en su trabajo.
🇬🇷 Αυτός είναι πολύ ισχυρός στη δουλειά του.
🇪🇸 La fuerza мощен de la naturaleza.
🇬🇷 Η δύναμη της φύσης είναι ισχυρή.
formal
común
🇪🇸 Es un hombre мощен.
🇬🇷 Είναι ένας δυνατός άντρας.
🇪🇸 El viento мощен hoy.
🇬🇷 Ο άνεμος είναι δυνατός σήμερα.
uso cotidiano
raro
🇪🇸 El imperio мощен en su época.
🇬🇷 Η αυτοκρατορία ήταν πανίσχυρη στην εποχή της.
🇪🇸 Un ejército мощен y imparable.
🇬🇷 Ένα πανίσχυρο και αήττητο στρατεύμα.
literario
formal
🇪🇸 Un sistema мощен autónomamente.
🇬🇷 Ένα σύστημα αυτοδύναμο και ανεξάρτητο.
🇪🇸 El robot es мощен y autónomo.
🇬🇷 Ο ρομπότ είναι αυτοδύναμος και αυτόνομος.
técnico