кӱзӧ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μάτι
común
🇪🇸 Él tiene кӱзӧ muy hermoso
🇬🇷 Αυτός έχει πολύ όμορφο μάτι
🇪🇸 Su кӱзӧ refleja su personalidad
🇬🇷 Το μάτι του αντικατοπτρίζει την προσωπικότητά του
|
uso cotidiano | |
|
όραση
formal
🇪🇸 La кӱзӧ es esencial para la percepción
🇬🇷 Η όραση είναι ουσιώδης για την αντίληψη
🇪🇸 Me preocupa la salud de mi кӱзӧ
🇬🇷 Με ανησυχεί η υγεία της όρασής μου
|
formal | |
|
μάτι (figurative)
raro
🇪🇸 Su кӱзӧ ve mucho más allá de la vista
🇬🇷 Το μάτι του βλέπει πολύ περισσότερο από την όραση
🇪🇸 El кӱзӧ de la mente es poderoso
🇬🇷 Το μάτι του νου είναι ισχυρό
|
literario |