колкап Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El niño tiene un колкап en la mano
🇬🇷 Το παιδί έχει ένα κοκκαλο στο χέρι
🇪🇸 Encontré un колкап en la playa
🇬🇷 Βρήκα ένα κοκκαλο στην παραλία
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 El geólogo identificó un колкап como un ασβεστολίθος
🇬🇷 Ο γεωλόγος αναγνώρισε το колкап ως ασβεστολίθο
🇪🇸 El edificio tiene columnas de колкап
🇬🇷 Το κτίριο έχει κολόνες από ασβεστολίθο
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 Mira esa колкап allí
🇬🇷 Κοίτα αυτό το πέτρα εκεί
🇪🇸 Recogí un колкап del suelo
🇬🇷 Έσκυψα και πήρα μια πέτρα από το έδαφος
|
coloquial | |
|
raro
🇪🇸 El poema habla de колкап como símbolo de fragilidad
🇬🇷 Το ποίημα μιλάει για το колкап ως σύμβολο ευθραυστότητας
🇪🇸 La historia menciona un antiguo колкап
🇬🇷 Η ιστορία αναφέρει ένα αρχαίο οστούν
|
literario |