колебая+се Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
διστάζω
común
🇪🇸 Me coléa en la entrada
🇬🇷 Αρχικά διστάζω στην είσοδο
🇪🇸 Ella se coléa antes de decidir
🇬🇷 Αυτή διστάζει πριν αποφασίσει
|
uso cotidiano | |
|
αμφιταλαντεύομαι
formal
🇪🇸 Se coléa entre las opciones
🇬🇷 Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στις επιλογές
🇪🇸 No sabe qué hacer, se coléa constantemente
🇬🇷 Δεν ξέρει τι να κάνει, αμφιταλαντεύεται συνεχώς
|
formal | |
|
δίνω δισταγμό
raro
🇪🇸 Se coléa en su decisión
🇬🇷 Δίνω δισταγμό στην απόφασή μου
🇪🇸 El testigo se coléa al declarar
🇬🇷 Ο μάρτυρας διστάζει κατά την κατάθεσή του
|
legal | |
|
ταλαντεύομαι
común
🇪🇸 Se coléa entre la duda y la certeza
🇬🇷 Ταλαντεύομαι ανάμεσα στην αμφιβολία και την βεβαιότητα
🇪🇸 El protagonista se coléa en sus decisiones
🇬🇷 Ο πρωταγωνιστής ταλαντεύεται στις αποφάσεις του
|
literario |