кашкавал Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κεσάππι
común
🇪🇸 Compré кашкавал en la tienda
🇬🇷 Αγόρασα κεσάππι στο κατάστημα
🇪🇸 El кашкавал es muy sabroso
🇬🇷 Ο κεσάππι είναι πολύ νόστιμος
|
uso cotidiano | |
|
κέσκαβαλ
común
🇪🇸 El queso кашкавал es originario de Macedonia
🇬🇷 Το τυρί κέσκαβαλ προέρχεται από τη Μακεδονία
🇪🇸 El кашкавал se usa en muchas recetas tradicionales
🇬🇷 Ο κέσκαβαλ χρησιμοποιείται σε πολλές παραδοσιακές συνταγές
|
formal | |
|
μαλακό τυρί
formal
🇪🇸 El кашкавал es un tipo de queso fresco
🇬🇷 Το кашкавал είναι ένα είδος φρέσκου τυριού
🇪🇸 En la producción de кашкавал, se utiliza leche de vaca
🇬🇷 Στη διαδικασία παραγωγής του кашкавал, χρησιμοποιείται γάλα αγελάδας
|
técnico | |
|
αντικατάστατο τυρί
raro
🇪🇸 El кашкавал puede sustituir otros quesos en recetas
🇬🇷 Ο кашкавал μπορεί να αντικαταστήσει άλλα τυριά στις συνταγές
🇪🇸 En la literatura, el кашкавал simboliza la abundancia
🇬🇷 Στη λογοτεχνία, ο кашкавал συμβολίζει την αφθονία
|
literario |