имән Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Su intención es имән.
🇬🇷 Η πρόθεσή του είναι πραγματική.
🇪🇸 Es un hecho имән.
🇬🇷 Είναι ένα αληθινό γεγονός.
|
formal | |
|
formal
🇪🇸 La имән en la filosofía.
🇬🇷 Η ύπαρξη στην φιλοσοφία.
🇪🇸 El concepto de имән es fundamental en la ontología.
🇬🇷 Η έννοια της ύπαρξης είναι θεμελιώδης στην οντολογία.
|
técnico | |
|
raro
🇪🇸 Busca имән en sus obras.
🇬🇷 Ψάχνει για την αλήθεια στα έργα του.
🇪🇸 La imán de su historia es innegable.
🇬🇷 Η αυθεντικότητα της ιστορίας του είναι αδιαμφισβήτητη.
|
literario |