измеря́ть Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μετρώ
común
🇪🇸 Necesito medir la habitación
🇬🇷 Χρειάζεται να μετρήσω το δωμάτιο
🇪🇸 ¿Puedes medir la longitud?
🇬🇷 Μπορείς να μετρήσεις το μήκος;
|
lengua estándar | |
|
εκτιμώ
común
🇪🇸 El científico mide los resultados cuidadosamente
🇬🇷 Ο επιστήμονας εκτιμά προσεκτικά τα αποτελέσματα
🇪🇸 Es difícil medir su impacto
🇬🇷 Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τον αντίκτυπό του
|
formal | |
|
αξιολογώ
formal
🇪🇸 Los expertos miden la calidad del producto
🇬🇷 Οι ειδικοί αξιολογούν την ποιότητα του προϊόντος
🇪🇸 Debe medir la eficacia del método
🇬🇷 Πρέπει να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα της μεθόδου
|
académico | |
|
ζυγίζω
común
🇪🇸 Voy a medir la fruta con la balanza
🇬🇷 Θα ζυγίσω τα φρούτα με την ζυγαριά
🇪🇸 ¿Cuánto mides?
🇬🇷 Πόσο ζυγίζεις;
|
uso cotidiano |