зүйл Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
πράγμα
común
🇪🇸 ¿Puedes pasarme ese зүйл?
🇬🇷 Μπορείς να μου δώσεις αυτό το πράγμα;
🇪🇸 Este зүйл es muy importante.
🇬🇷 Αυτό το πράγμα είναι πολύ σημαντικό.
|
uso cotidiano | |
|
αντικείμενο
formal
🇪🇸 El зүйл fue robado.
🇬🇷 Το αντικείμενο κλάπηκε.
🇪🇸 Se encontró un зүйл en la escena.
🇬🇷 Βρέθηκε ένα αντικείμενο στη σκηνή.
|
formal | |
|
ειδός
raro
🇪🇸 Este зүйл pertenece a una categoría específica.
🇬🇷 Αυτό το είδος ανήκει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία.
🇪🇸 Clasificaron diferentes зүйл según sus características.
🇬🇷 Ταξινόμησαν διαφορετικά είδη ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους.
|
científico | |
|
προϊόν
común
🇪🇸 El зүйл está en oferta.
🇬🇷 Το προϊόν είναι σε προσφορά.
🇪🇸 Necesitamos mejorar la calidad de nuestro зүйл.
🇬🇷 Χρειαζόμαστε να βελτιώσουμε την ποιότητα του προϊόντος μας.
|
negocios |