домаћица Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
νοικοκυρά
común
🇪🇸 Mi esposa es una buena домаћица
🇬🇷 Η γυναίκα μου είναι καλή νοικοκυρά
🇪🇸 La домаћица cocina muy bien
🇬🇷 Η νοικοκυρά μαγειρεύει πολύ καλά
|
uso cotidiano | |
|
κατοικίστρια
formal
🇪🇸 La mujer que trabaja en la casa es una κατοικίστρια
🇬🇷 Η γυναίκα που εργάζεται στο σπίτι είναι κατοικίστρια
🇪🇸 Se refiere a una домаћица en el contexto de la gestión doméstica
🇬🇷 Αναφέρεται σε μια κατοικίστρια στο πλαίσιο της διαχείρισης του σπιτιού
|
formal | |
|
οικιακή βοηθός
formal
🇪🇸 Contrataron una οικιακή βοηθός
🇬🇷 Έχουν προσλάβει μια οικιακή βοηθό
🇪🇸 La домаћица trabaja como οικιακή βοηθός
🇬🇷 Η νοικοκυρά εργάζεται ως οικιακή βοηθός
|
formal | |
|
σπίτι-κυρία
jerga
🇪🇸 Esa mujer es toda una σπίτια-κυρία
🇬🇷 Αυτή η γυναίκα είναι μια πραγματική σπίτια-κυρία
🇪🇸 En el barrio, todos saben quién es la домаћица
🇬🇷 Στη γειτονιά, όλοι ξέρουν ποια είναι η σπίτια-κυρία
|
jerga |