дове́рие Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
εμπιστοσύνη
común
🇪🇸 Necesito más дове́рие en su palabra
🇬🇷 Χρειάζομαι περισσότερη εμπιστοσύνη στη λέξη του
🇪🇸 Su дове́рие es fundamental para la relación
🇬🇷 Η εμπιστοσύνη του είναι θεμελιώδης για τη σχέση
|
formal | |
|
πίστη
común
🇪🇸 Su дове́рие en la historia es inspirador
🇬🇷 Η πίστη του στην ιστορία είναι εμπνευσμένη
🇪🇸 El дове́рие en uno mismo es importante
🇬🇷 Η πίστη στον εαυτό σου είναι σημαντική
|
literario | |
|
αμοιβαία εμπιστοσύνη
formal
🇪🇸 El дове́рие entre socios es clave
🇬🇷 Η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ εταίρων είναι κλειδί
🇪🇸 Construir дове́рие en la empresa lleva tiempo
🇬🇷 Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην εταιρεία χρειάζεται χρόνο
|
negocios | |
|
πίστη (σε κάποιον/κάτι)
común
🇪🇸 Tengo дове́рие en ti
🇬🇷 Έχω πίστη σε σένα
🇪🇸 Su дове́рие en sus amigos nunca falla
🇬🇷 Η πίστη του στους φίλους του ποτέ δεν απογοητεύει
|
uso cotidiano |