делово́й Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
επαγγελματικός
común
🇪🇸 Su actividad es muy делово́й
🇬🇷 Η δραστηριότητά του είναι πολύ επαγγελματική
🇪🇸 Es un asunto делово́й y serio
🇬🇷 Είναι μια επαγγελματική και σοβαρή υπόθεση
|
formal | |
|
επιχειρηματικός
común
🇪🇸 Tiene un carácter делово́й
🇬🇷 Έχει επιχειρηματικό χαρακτήρα
🇪🇸 El estilo делово́й y directo
🇬🇷 Το στυλ του είναι επιχειρηματικό και άμεσο
|
negocios | |
|
πρακτικός
común
🇪🇸 Es una persona делово́й
🇬🇷 Είναι πρακτικός άνθρωπος
🇪🇸 Su enfoque делово́й y eficiente
🇬🇷 Η προσέγγισή του είναι πρακτική και αποτελεσματική
|
uso cotidiano | |
|
επιχειρησιακός
formal
🇪🇸 Se refiere a aspectos делово́й
🇬🇷 Αναφέρεται σε επιχειρησιακά ζητήματα
🇪🇸 El plan делово́й requiere análisis profundo
🇬🇷 Το επιχειρησιακό σχέδιο απαιτεί βαθιά ανάλυση
|
técnico |