безредие Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αταξία
común
🇪🇸 El salón estaba lleno de безредие
🇬🇷 Το σαλόνι ήταν γεμάτο αταξία
🇪🇸 La habitación tenía un безредие total
🇬🇷 Το δωμάτιο ήταν εντελώς αταξία
|
uso cotidiano | |
|
αναρχία
común
🇪🇸 El movimiento promovía безредие
🇬🇷 Το κίνημα προωθούσε αναρχία
🇪🇸 La situación llevó al безредие social
🇬🇷 Η κατάσταση οδήγησε σε κοινωνική αναρχία
|
formal | |
|
ακαταστασία
común
🇪🇸 Hay безредие en la oficina
🇬🇷 Υπάρχει ακαταστασία στο γραφείο
🇪🇸 El cuarto está lleno de безредие
🇬🇷 Το δωμάτιο είναι γεμάτο ακαταστασία
|
lengua estándar | |
|
χάος
común
🇪🇸 El безредие era total
🇬🇷 Το χάος ήταν ολοκληρωτικό
🇪🇸 Su mente estaba llena de безредие
🇬🇷 Το μυαλό του ήταν γεμάτο χάος
|
literario |