безопа́сност Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
ασφάλεια
común
🇪🇸 La seguridad del sistema es prioritaria
🇬🇷 Η ασφάλεια του συστήματος είναι προτεραιότητα
🇪🇸 La seguridad de los pasajeros es fundamental
🇬🇷 Η ασφάλεια των επιβατών είναι θεμελιώδης
formal
ασφάλεια
común
🇪🇸 La seguridad de la red requiere protección avanzada
🇬🇷 Η ασφάλεια του δικτύου απαιτεί προηγμένη προστασία
🇪🇸 La seguridad en la infraestructura crítica es esencial
🇬🇷 Η ασφάλεια στην κρίσιμη υποδομή είναι ζωτικής σημασίας
técnico
ασφάλεια
común
🇪🇸 La seguridad jurídica garantiza derechos
🇬🇷 Η νομική ασφάλεια διασφαλίζει δικαιώματα
🇪🇸 Se requiere un marco de seguridad legal
🇬🇷 Απαιτείται ένα πλαίσιο νομικής ασφάλειας
legal
ασφάλεια
común
🇪🇸 La seguridad en el hogar es importante
🇬🇷 Η ασφάλεια στο σπίτι είναι σημαντική
🇪🇸 Mantén la seguridad al conducir
🇬🇷 Διατήρησε την ασφάλεια κατά την οδήγηση
uso cotidiano