безнадёжный Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απαισιόδοξος
común
🇪🇸 Es un caso sin esperanza
🇬🇷 Είναι μια περίπτωση χωρίς ελπίδα
🇪🇸 Su situación es desesperada
🇬🇷 Η κατάσταση του είναι απελπιστική
|
literario | |
|
απελπισμένος
común
🇪🇸 Está sin esperanza
🇬🇷 Είναι απελπισμένος
🇪🇸 No hay solución para él
🇬🇷 Δεν υπάρχει ελπίδα γι' αυτόν
|
uso cotidiano | |
|
αποκαρδιωτικός
raro
🇪🇸 Su situación es desesperanzadora
🇬🇷 Η κατάσταση του είναι αποκαρδιωτική
🇪🇸 El prognosis es sin salida
🇬🇷 Η πρόγνωση είναι απογοητευτική
|
formal | |
|
αμετάκλητος
raro
🇪🇸 Es una decisión sin esperanza de reversión
🇬🇷 Είναι μια απόφαση χωρίς ελπίδα αναίρεσης
🇪🇸 La sentencia es definitiva y sin esperanza
🇬🇷 Η απόφαση είναι τελική και αμετάκλητη
|
legal |