аьттув Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Tiene mucha аьттув en su trabajo.
🇬🇷 Έχει πολύ αυτοπεποίθηση στην εργασία του.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Показать аьттув σε κάποιον.
🇬🇷 Να δείξεις εμπιστοσύνη σε κάποιον.
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 Η αьттув του ποιητή ήταν εμφανής.
🇬🇷 Η αυτοπεποίθηση του ποιητή ήταν εμφανής.
|
literario | |
|
informal
🇪🇸 Έχει αьттув, ρε φίλε.
🇬🇷 Έχει αυτοπεποίθηση, ρε φίλε.
|
jerga |