абонамент Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
συνδρομή
común
🇪🇸 He bought a subscription to the magazine.
🇬🇷 Αγόρασε μια συνδρομή στο περιοδικό.
🇪🇸 The gym offers annual subscriptions.
🇬🇷 Το γυμναστήριο προσφέρει ετήσιες συνδρομές.
|
formal | |
|
εγγραφή
común
🇪🇸 I renewed my subscription yesterday.
🇬🇷 Έριξα νέα εγγραφή χθες.
🇪🇸 You need to activate your subscription to access the content.
🇬🇷 Πρέπει να ενεργοποιήσεις την εγγραφή σου για να έχεις πρόσβαση στο περιεχόμενο.
|
uso cotidiano | |
|
συνδρομητική υπηρεσία
formal
🇪🇸 The streaming service offers various subscription plans.
🇬🇷 Η συνδρομητική υπηρεσία προσφέρει διάφορα πακέτα συνδρομής.
🇪🇸 Many companies rely on subscription-based models.
🇬🇷 Πολλές εταιρείες βασίζονται σε μοντέλα με συνδρομές.
|
negocios | |
|
συνδρομή (σε υπηρεσία ή περιοδικό)
técnico
🇪🇸 The user purchased a digital subscription.
🇬🇷 Ο χρήστης αγόρασε μια ψηφιακή συνδρομή.
🇪🇸 Subscription management software simplifies billing.
🇬🇷 Το λογισμικό διαχείρισης συνδρομών απλοποιεί την τιμολόγηση.
|
técnico |