абан Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απατεώνας
común
🇪🇸 El абан intentó engañar a todos
🇬🇷 Ο απατεώνας προσπάθησε να εξαπατήσει όλους
🇪🇸 No confíes en ese абан
🇬🇷 Μην εμπιστεύεσαι αυτόν τον απατεώνα
|
jerga | |
|
κλέφτης
común
🇪🇸 Algunos абан roban en esa tienda
🇬🇷 Μερικοί κλέφτες κλέβουν σε αυτό το κατάστημα
🇪🇸 Cuidado con ese абан que roba carteras
🇬🇷 Πρόσεχε με αυτόν τον κλέφτη που κλέβει τσάντες
|
uso cotidiano | |
|
εξαπατητής
formal
🇪🇸 El абан fue condenado por fraude
🇬🇷 Ο εξαπατητής καταδικάστηκε για απάτη
🇪🇸 Las autoridades arrestaron a varios абан
🇬🇷 Οι αρχές συνέλαβαν πολλούς εξαπατητές
|
formal | |
|
vago
coloquial
🇪🇸 Ese абан no hace nada
🇬🇷 Αυτός ο άεργος δεν κάνει τίποτα
🇪🇸 No seas абан y ponte a trabajar
🇬🇷 Μην είσαι τεμπέλης και άρχισε να δουλεύεις
|
coloquial |