!n̥áʻa Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
καθάρισμα
común
🇪🇸 El proceso de limpieza es importante
🇬🇷 Η διαδικασία του καθαρισμού είναι σημαντική
🇪🇸 Necesitamos un buen limpieza de la oficina
🇬🇷 Χρειαζόμαστε έναν καλό καθαρισμό του γραφείου
|
formal | |
|
καθαριότητα
común
🇪🇸 La limpieza de la casa toma tiempo
🇬🇷 Ο καθαρισμός του σπιτιού παίρνει χρόνο
🇪🇸 Mantén la limpieza en tu habitación
🇬🇷 Διατήρησε την καθαριότητα στο δωμάτιό σου
|
uso cotidiano | |
|
απολύμανση
formal
🇪🇸 La desinfección es esencial en hospitales
🇬🇷 Η απολύμανση είναι ουσιώδης στα νοσοκομεία
🇪🇸 Se realizó una desinfección completa
🇬🇷 Πραγματοποιήθηκε μια ολοκληρωμένη απολύμανση
|
técnico |